αμφηρικός

αμφηρικός
ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) [ἀμφήρης]
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμφηρικόν — ἀμφηρικός sculling masc acc sg ἀμφηρικός sculling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”